- κενταυρόμορφος
- κενταυρόμορφος, -ον (Α)(για τη μονοφυσιτική δοξασία)αυτός που έχει μορφή κενταύρου, αυτός που συνδυάζει δύο ατελείς υπάρξεις σε ένα πρόσωπο.[ΕΤΥΜΟΛ. < κένταυρος + -μορφος (< μορφή), πρβλ. γυναικό-μορφος, ζωό-μορφος].
Dictionary of Greek. 2013.